υπόκοσμος

υπόκοσμος
1) canaille
2) milieu

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υπόκοσμος — ο, Ν το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν στα κατώτατα, από ηθική άποψη, στρώματα τής κοινωνίας, που ζουν στο περιθώριο παρασιτικά ή αναπτύσσοντας εγκληματική δράση, η υποστάθμη, τα κατακάθια, τα αποβράσματα τής κοινωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • υπόκοσμος — ο σύνολο ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας (εγκληματίες, απατεώνες, παράνομοι κτλ.): Eίναι άνθρωπος του υποκόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • ημίκοσμος — ο ο κόσμος τών ελευθέριων γυναικών, η κοινωνική μερίδα τών γυναικών με ύποπτη ηθική, ο υπόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. demi monde. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • καταγώγιο — το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι) νεοελλ. κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος μσν. καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον») μσν. αρχ. κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπέν, Ζαν — (Jean Gabin, Μιριέλ, Σεν ε Ουάζ 1904 – 1976). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού του κινηματογράφου Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ (Moncorgé). Αφού εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο ελαφρύ θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο με το φιλμ οπερέτα… …   Dictionary of Greek

  • Ρετσέτνακοφ, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Αικατερίνενμπουργκ 1841 – Πετρούπολη 1871). Ρώσος συγγραφέας. Γιος νεωκόρου, σπούδασε στο Περμ και ύστερα έγινε δημόσιος υπάλληλος, έως ότου, το 1863, εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη, όπου τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το μυθιστόρημα Αυτοί από το… …   Dictionary of Greek

  • σανσονιέ — (chansonnier). Γαλλικός όρος που κατά κανόνα σημαίνει εκείνον που τραγουδά τραγούδια που έχει ράψει ο ίδιος. Οι καλλιτέχνες του είδους πρωτοεμφανίστηκαν το 18o αι., στο Παρίσι (1792). Υπήρξαν εξαιρετικά δημοφιλείς για τους πολιτικοσατιρικούς… …   Dictionary of Greek

  • σκυλολό(γ)ι — το 1. σύνολο σκύλων. 2. σύνολο φαύλων ανθρώπων, υπόκοσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”